Verschrikking στα ελληνικά

Μετάφραση: verschrikking, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απέχθεια, σίχαμα, φρίκη, τρόμου, φρίκης, τρόμο, τη φρίκη
Verschrikking στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • breuk στα ελληνικά - φτιάξιμο, αλλάζω, διάλειμμα, σπάσιμο, διχοτομία, λάθος, κλάσμα, ...
  • fabricage στα ελληνικά - κατασκευή, παραγωγή, παρασκευή, κατασκευής, την κατασκευή
  • ontzeggen στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
  • scheikunde στα ελληνικά - χημεία, χημείας, η χημεία, της χημείας, τη χημεία
Τυχαίες λέξεις
Verschrikking στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απέχθεια, σίχαμα, φρίκη, τρόμου, φρίκης, τρόμο, τη φρίκη