Σκάγια στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκάγια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schot, gissing, shots, schoten, opnamen, Doelpogingen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκάγια
σκάγια μολύβδου, επιχαλκωμένα σκάγια, σκάγια τιμές, ατσάλινα σκάγια, σκάγια καουτσούκ, σκάγια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκάγια στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σιωπηλός στα ολλανδικά - rustig, stom, kalm, stil, geluidloos, stilzwijgend, stilte, ...
- σκάβω στα ολλανδικά - uithollen, rooien, graven, hol, opduikelen, delven, arbeiden, ...
- σκάλα στα ολλανδικά - ladder, zwemtrap, trap, laddertje, de ladder
- σκάμμα στα ολλανδικά - pit, kuil, put, gracht, pits
Τυχαίες λέξεις
Σκάγια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schot, gissing, shots, schoten, opnamen, Doelpogingen
Μεταφράσεις: schot, gissing, shots, schoten, opnamen, Doelpogingen