Λέξη: τσάπα
Σχετικές λέξεις: τσάπα
τσάπα τιμη, αμπελουργική τσάπα, βάσω τσάπα, μύρνα τσάπα, τσάπα jcb, ηλεκτρική τσάπα, τσάπα english
Μεταφράσεις: τσάπα
τσάπα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spade, hoe, Backhoe, pickaxe, backhoe to
τσάπα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espátula, pala, laya, azada, azadonar, hoe, la azada, roer
τσάπα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neger, pik, Hacke, hacken, hoe, zu hacken
τσάπα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nègre, pique, pelle, palette, creuser, houe, sarcler, la houe, biner, hoe
τσάπα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
badile, vanga, zappare, zappa, hoe, zappatura, di zappatura
τσάπα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espaço, pá, enxada, hoe, cavar, capinar, roer
τσάπα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spitten, neger, graven, woelen, schoffel, schoffelen, hak, te schoffelen, houweel
τσάπα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заступ, лопата, совок, лопасть, скребок, пика, мотыга, мотыгой, мотыжить, разрыхлять, мотыги
τσάπα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spade, hakke, hoe
τσάπα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spade, hoe, hacka, hackar, gallra, hacka försiktigt
τσάπα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivaa, pata, lapio, kuokka, hoe, kitkeä, kuokkia
τσάπα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spade, hoe, hakke, radrenser, lugejern, hyppe
τσάπα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lopata, pik, motyka, hoe, okopávat, okopat, děvko
τσάπα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łopata, łopatka, wino, pik, szpadel, rydel, motyka, pogracować, hoe, Redlica, kopać motyką
τσάπα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pikk, kapa, kapálni, kapál, hoe, kaparószerszám
τσάπα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çapa, hoe, çapalamak, o.ospu, katetmesi
τσάπα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мотика, сапа, мотига
τσάπα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lopatë, shat, prashit, prashis, punoj me shat
τσάπα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лопата, мотика, копае, окопавам, нос, копая
τσάπα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рыдлёука, лапата, матыка, матык
τσάπα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
labidas, pada, poti, kõblas, hoe, kõplama, kabli, Lilled
τσάπα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lopata, motika, motiku, okopava, okopavati motikom
τσάπα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hoe
τσάπα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pala
τσάπα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kastuvas, išpurenti, kauptukas, purenti, kultivatorius, kauplys
τσάπα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lāpsta, kaplis, hoe, kaplēt
τσάπα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мотика
τσάπα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cazma, sapă, sapa, hoe, a sapa, prăși
τσάπα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pik, Motika, hoe
τσάπα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
piky, ryč, motyka
Τυχαίες λέξεις