Λέξη: υπόκωφος

Σχετικές λέξεις: υπόκωφος

υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος

Μεταφράσεις: υπόκωφος

υπόκωφος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hollow, dull

υπόκωφος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hueco, ahuecar, vacuo, hueca, huecos, huecas, hueco de

υπόκωφος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leer, hohl, aushöhlung, höhlung, hohlraum, höhle, Höhle, Hohlraum, Mulde

υπόκωφος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cavité, trou, antre, stérile, vacant, évidé, évider, caverneux, vain, caver, fosse, val, cavez, vide, troué, excaver, creux, creuse, creuses

υπόκωφος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vano, vuoto, incavato, depressione, cavo, cavità, cava, incavo

υπόκωφος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavidade, holandês, oco, oca, ocas, vazio

υπόκωφος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ingevallen, ledig, holte, hol, holle

υπόκωφος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ложбина, порожний, выдалбливать, замогильный, пустой, ввалившийся, впалый, раздолбить, пещера, полый, впадина, котловина, рытвина, лунка, гулкий, полость, полые, полая, пустотелый

υπόκωφος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hule, hul, Hollow, hult, isolerende

υπόκωφος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tom, grop, ihålig, ihåliga, ihåligt

υπόκωφος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvoton, kolo, onkalo, ontelo, sisällötön, kuoppa, kovertaa, ontto, onton, onttoja, ontot, onttoa

υπόκωφος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hul, hule, hult

υπόκωφος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
údolí, vyhloubený, hloubit, prázdný, vykotlaný, dutina, vpadlý, díra, děravý, jáma, vyhloubit, planý, dutý, duté, dutá, dutou

υπόκωφος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dół, wgłębienie, wydrążenie, zapadlisko, próżnia, wydrążyć, jama, dziura, zagłębienie, dziurawy, pusty, dźwięk, próżny, dziupla, kotlina, wydrążony, głuchy, hollow

υπόκωφος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homorú, beesett, üreges, medence, lyukas, Hollow, üres

υπόκωφος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boş, oyuk, içi boş, içi boş bir, delikli

υπόκωφος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порожнеча, порожнина, печера, дупло, запалий, порожнистий, порожній, порожнисте, порожниста, порожня

υπόκωφος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbrazët, çmbush, mbytur, i uritur, uritur, bosh, i rremë, fyl

υπόκωφος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина

υπόκωφος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пусты, полы, полый, полае

υπόκωφος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sissevajunud, õõs, älves, õõnes, õõnsad, õõnsa, õõnsate, hollow

υπόκωφος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šupalj, izgubljen, šupljina, rupa, udubina, izdubiti, prazan, šuplje, šuplji, šuplja

υπόκωφος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæld, holur, hol, holt, holu, hola

υπόκωφος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cassus

υπόκωφος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
drevėtas, tuščiaviduris, duslus, tuščias, tuščiaviduriai, tuščiavidurio, tuščiavidurių, tuščiavidurė

υπόκωφος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dobs, dobjš, tukšs, dobu, dobja, atvieglināts, ar dobu vidu

υπόκωφος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шупливи, шупливо, шуплива, шуплив, празни

υπόκωφος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gol, cavernos, gol la interior, gol în interior, cavitate, goală la interior

υπόκωφος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hollow, votlo, votla, votel, votli

υπόκωφος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dutý, klamný, dutá, duté, rúra sa, urobiť dutým
Τυχαίες λέξεις