Συμπίεση στα ολλανδικά
Μετάφραση: συμπίεση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samendrukking, samenpersing, compressie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπίεση
συμπίεση αρχείων pdf, συμπίεση βίντεο, συμπίεση αρχείων, συμπίεση φωτογραφιών, συμπίεση αρχείου, συμπίεση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμπίεση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπάθεια στα ολλανδικά - mededogen, medelijden, erbarmen, sympathie, medeleven, begrip, medegevoel
- συμπέρασμα στα ολλανδικά - beslissing, afloop, conclusie, besluit, einde, slot, uitspraak, ...
- συμπίπτω στα ολλανδικά - het eens zijn, samenvallen, overeenstemmen, eens, het eens
- συμπαγής στα ολλανδικά - edel, standvastig, hecht, nobel, dicht, compact, hard, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπίεση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: samendrukking, samenpersing, compressie
Μεταφράσεις: samendrukking, samenpersing, compressie