Λέξη: ορεκτικός

Μεταφράσεις: ορεκτικός

ορεκτικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appetising, appetizing

ορεκτικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apetitoso, apetecible, apetitosa, sugerente, apetitosos

ορεκτικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
appetitlich, appetitanregend, appetit, appetitliche, appetitlichen

ορεκτικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appétissant, affriolant, appétissante, appétissants, appétissantes

ορεκτικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appetitoso, appetitosa, appetitosi, alimento appetitoso, antipasto

ορεκτικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apetitoso, appetizing, alimento appetizing, apetitosos, apetitosa

ορεκτικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
smakelijk, appetijtelijk, smakelijke, eetlustopwekkende, eetlustopwekkend

ορεκτικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аппетитный, аппетитно, аппетитным, аппетитные, аппетитная

ορεκτικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
appetittvekkende, appetittvekk, appetittlig, appetising, lekker

ορεκτικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aptitretande, aptitlig, appetizing, aptit, aptitligt

ορεκτικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herkullinen, maukas, appetizing, ruokahalua, herkullisia

ορεκτικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
appetitlig, appetitvækkende, velsmagende, appetizing, appetitlige

ορεκτικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lákavý, chutný, chutné, zchutňující, přitažlivý, vábný

ορεκτικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
apetyczny, apetycznie, appetizing, apetyczne, apetyt

ορεκτικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
étvágygerjesztő, étvágygerjesz, étvágygerjesztõ, gusztusos, ízletes

ορεκτικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iştah açıcı, appetising, lezzetli, iştah açıcı bir, iştah

ορεκτικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апетитний, смачний, апетитного

ορεκτικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shijshëm, shijshëm, të shijshëm, hap oreksin, të hap oreksin

ορεκτικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
апетитен, апетитни, апетитно, апетитна, апетитния

ορεκτικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апетытны, апетытную, апетытнага

ορεκτικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
isuäratav, isuäratavad, isuäratavat, maitsva, isuäratavaid

ορεκτικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukusan, privlačan, ukusna, primamljiva

ορεκτικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
appetizing, lystaukandi, girnilegastan, sem girnilegastan

ορεκτικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patrauklus, Skalsiausia, appetizing, apetitą, apetitiškas

ορεκτικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gards, ēstgribu, kārdinoši, apetīti rosinoša, kārdinošs

ορεκτικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
апетитот, вкусни, апетитен, привлечна, вкусна

ορεκτικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apetisant, apetisantă, apetisante, apetisanta, gustoase

ορεκτικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Okusen, tekne, appetizing, okusne, okusna

ορεκτικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lákavý, chutný, chutné
Τυχαίες λέξεις