Συνάλλαγμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνάλλαγμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
centrale, vervanging, valuta, munt, munteenheid, geld
Συνάλλαγμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνάλλαγμα

συνάλλαγμα alpha bank, συνάλλαγμα τράπεζα της ελλάδος, συνάλλαγμα αθήνα, συνάλλαγμα τραπεζών, συνάλλαγμα eurobank, συνάλλαγμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνάλλαγμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνάγω στα ολλανδικά - deduceren, abstraheren, afleiden, afgeleid, af te leiden, worden afgeleid
  • συνάδελφος στα ολλανδικά - maat, jongen, kameraad, aaneen, vent, makker, knaap, ...
  • συνάντηση στα ολλανδικά - ontmoeting, tegenkomen, aanstelling, afspraak, benoeming, aantreffen, ontmoeten, ...
  • συνάφεια στα ολλανδικά - affiniteit, verwantschap, relevantie, relevante, belang, relevant, de relevantie
Τυχαίες λέξεις
Συνάλλαγμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: centrale, vervanging, valuta, munt, munteenheid, geld