Λέξη: καταβεβλημένος

Σχετικές λέξεις: καταβεβλημένος

καταβεβλημένος λεξικο, καταβεβλημένος συνώνυμο

Συνώνυμα: καταβεβλημένος

ωχρός, κάτισχνος, ελεεινός, καταβλημένος

Μεταφράσεις: καταβεβλημένος

καταβεβλημένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
haggard, rundown, weighed down, Debility, famished

καταβεβλημένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
demacrado, ojeroso, macilento, ojerosa, demacrada

καταβεβλημένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verstört, hager, ausgezehrt, wild, abgemagert, abgezehrt, abgehärmt, verhärmt, abgespannt, eingefallen

καταβεβλημένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
féroce, truculent, émacié, maigre, sauvage, hâve, farouche, barbare, égaré, hagard, décharné, hagards, hagarde, air hagard

καταβεβλημένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sparuto, Haggard, smunto, emaciato, stravolto

καταβεβλημένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
magro, desfigurado, abatido, Haggard, abatida, macilento

καταβεβλημένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schriel, mager, sprietig, spichtig, schraal, verwilderd, Haggard, afgetobd, verwilderde, afgetobde

καταβεβλημένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поношенный, осунувшийся, испитой, измученный, изнуренный, истощенный, измотанный, исхудалый, изможденный, вымученный, измятый, Хаггард, изможденным, измученным

καταβεβλημένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Haggard, mager, herjet, uttært, forgremmet

καταβεβλημένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tärda, Haggard, härjat, härjad, tärd

καταβεβλημένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uupunut, riutunut, laiha, voipunut, kalpea, Haggard, riutuneet, Haggardin

καταβεβλημένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udtæret, hærget, Haggard, indfalden, hærgede

καταβεβλημένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
divoký, vyjevený, vychrtlý, Haggard, vyčerpaný, vyčerpaně, ztrhaně

καταβεβλημένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymizerowany, dziki, mizerny, wychudzony, haggard, zmizerowany, wymizerowana

καταβεβλημένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elgyötört, szikár, nyúzott, megviselt, elkínzott

καταβεβλημένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zayıf, bitkin, haggard, bitkin bir, bezgin, haggard and frightened

καταβεβλημένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимучений, змучений, виснажений, знеможений, змарнілий, виснажена

καταβεβλημένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i drobitur, drobitur, dërrmuar, i mbaruar, i leqendisur

καταβεβλημένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
измъчен, посърнал, Хагард, Haggard, изпит

καταβεβλημένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
змардаваны, змучаны, зняможаны, стомлены

καταβεβλημένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otsajäänud, kõhnunud, kurnatud, Haggard, taltsutamata, Riutunut

καταβεβλημένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
divlji, jastreb, bijedan, mršav, izmorena, ispijeno, ispijen

καταβεβλημένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Haggard

καταβεβλημένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išvargęs, išsekintas, išsekęs, Haggard, Wybiedzony

καταβεβλημένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noliesējis, vājš

καταβεβλημένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ослабен, изпит

καταβεβλημένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfrijit, tras la față, Haggard, Haggard a, speriat, palid

καταβεβλημένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Unezveren, Haggard, upadel

καταβεβλημένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyčerpaný, vychudnutý, vychrtnutý, vyziabnutý, vychrtlý, štíhly
Τυχαίες λέξεις