Σχιστόλιθος στα ολλανδικά
Μετάφραση: σχιστόλιθος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leisteen, lei, leien, leistenen, slate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχιστόλιθος
σχιστόλιθος τιμή, σχιστόλιθος english, σχιστόλιθος φυσικό αέριο, σχιστόλιθος καρύστου, σχιστόλιθος καβάλας, σχιστόλιθος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σχιστόλιθος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σχηματισμός στα ολλανδικά - vorming, formatie, de vorming, oprichting, vorming van
- σχισμή στα ολλανδικά - schram, gaping, kier, kloof, barst, split, sleuf, ...
- σχολαστικός στα ολλανδικά - boekachtig, bookish, leesgraag, schoolse, boekenwurm
- σχολείο στα ολλανδικά - leerschool, school, kunstrichting, schoolgroep, de school, scholen, schoolgebouw
Τυχαίες λέξεις
Σχιστόλιθος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: leisteen, lei, leien, leistenen, slate
Μεταφράσεις: leisteen, lei, leien, leistenen, slate