Λέξη: λογισμός

Σχετικές λέξεις: λογισμός

λογισμός πινάκων, λογισμός συναρτήσεων πολλών μεταβλητών και διανυσματική ανάλυση, λογισμός συναρτήσεων μιας μεταβλητής, λογισμός ι, λογισμός συναρτήσεων πολλών μεταβλητών, λογισμός πολλών μεταβλητών, λογισμός λάμδα, λογισμόσ μιασ μεταβλητήσ, λογισμός των μεταβολών, λογισμός πιθανοτήτων

Συνώνυμα: λογισμός

διαφορικός λογισμός, λιθίαση, αντανάκλαση, είδωλο, σκέψη

Μεταφράσεις: λογισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
calculus, the calculus, calculus of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cálculo, cálculos, el cálculo, de cálculo, cálculo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechenart, rechnung, Infinitesimalrechnung, Stein, Kalkül, Kalküls
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pierre, compte, calcul, le calcul, tartre, calculs, calcul différentiel
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calcolo, calcoli, il calcolo, di calcolo, tartaro
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cálculo, cálculos, de cálculo, o cálculo, cálculo de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rekening, calculus, tandsteen, wiskunde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
камень, счисление, калькуляция, исчисление, исчисления, исчислении, исчислением
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kalkulus, beregning, calculus, matematisk analyse, regning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tandsten, calculus, kalkyl, kalkylen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laskenta, kalkyyli, laskento, calculus, hammaskiven, hammaskivi, hammaskiveä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
calculus, kalkyle, tandsten, kalkule, differential-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výpočet, počet, kámen, kamínek, kalkul, kalkulus, pocet
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kamień, rachunek, rachunek różniczkowy, rachunku, calculus
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vese), számítás, kalkulus, fogkő, kalkulust, calculus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hesap, hesabı, calculus, taşı, taş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
числення, камінь, калькуляція, обчислення, літочислення, вирахування
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gur, njehsim, llogaritja, llogaritja me
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камък, висша математика, смятане, камъни, математика
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падлік, вылічэнне, пералік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arvutus, algebra, katt, kivi, calculus, meetoditest, matemaatiline
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kamen, račun, kamenca, kamenac, calculus, je račun
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Calculus, stærðfræðigreiningu, Stærðfræðigreining, Stærðfræði, Örsmæðareikningur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaičiavimas, akmuo, apskaičiuojamas, akmenys, Apskaičiuojant
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rēķini, Calculus, Augstākā matemātika, nieru akmens
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
калкулус, анализа, математичката анализа, сметањето, сметање
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calcul, de calcul, calculul, calcule, calculului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kámen, počet, račun, calculus, kamni, računa, računanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
počet, počtu

Στατιστικά δημοτικότητας: λογισμός

Τυχαίες λέξεις