Τιμάριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: τιμάριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honorarium, leengoed, leen, vete, ruzie, feud, twist, vijandschap
Τιμάριο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιμάριο

τιμάριο σημαινει, τιμάριο ετυμολογια, τιμάριο λεξικο, τιμάριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τιμάριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τιθασεύω στα ολλανδικά - africhten, dresseren, temmen, verzachten, te verzachten, zacht, zachter, ...
  • τικ στα ολλανδικά - teek, teakhout, teak, teakhouten, teakhout in, teakhout op
  • τιμή στα ολλανδικά - proportie, gehalte, evenredigheid, achten, waarde, tarief, graad, ...
  • τιμαλφή στα ολλανδικά - boeltje, bezittingen, kostbaarheden, waardevolle spullen, waardevolle, waardevolle voorwerpen, waardevolle bezittingen
Τυχαίες λέξεις
Τιμάριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: honorarium, leengoed, leen, vete, ruzie, feud, twist, vijandschap