Λέξη: ρευματισμοί

Σχετικές λέξεις: ρευματισμοί

ρευματισμοί αντιμετώπιση, ρευματισμοί στα πόδια, ρευματισμοί και βότανα, ρευματισμοί τι είναι, ρευματισμοί σωτήρια η έγκαιρη διάγνωση, ρευματισμοί θεραπεία, ρευματισμοί πυρετός, ρευματισμοι συμπτώματα

Μεταφράσεις: ρευματισμοί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rheumatism, rheumatic, rheumatisms
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reumatismo, reuma, el reumatismo, reumatismos, el reuma
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelenkrheumatismus, rheuma, rheumatismus, Rheuma, Rheumatismus, rheumatism, rheumatischen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rhumatisme, rhumatismes, les rhumatismes, le rhumatisme, de rhumatisme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reumatismo, reumatismi, i reumatismi, rheumatism, reaumatismo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reumatismo, rheumatism, o reumatismo, reumatismos, o rheumatism
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reumatiek, reuma, rheumatiek, van reuma, rheuma
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ревматизм, ревматизма, ревматизме, ревматизмом, при ревматизме
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
revmatisme, reumatisme, av revmatisme, gikt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reumatism, rheumatism, gikt, reumatismen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
reuma, reumatismi, reumaa, reumatismin, reuman
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gigt, reumatisme, rheumatisme, af gigt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
revmatismus, revmatismu, revma, revmatismem, revmatických
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
reumatyzm, gościec, reumatyzmu, reumatyczne, choroby reumatyczne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reuma, a reuma, reumás, reumatikus, reumatizmus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
romatizma, romatizmal, romatizmaları, romatizması, romatizmaya
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ревматизм
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reumatizëm, reumatizmi, reumatizma, reumës, reumatizmes
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ревматизъм, ревматизма, на ревматизъм, ревматизмът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэўматызм, рэўматызму
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reuma, reumatismi, reumatism, reumat, jooksva
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reumatizam, reumatizma, reume, reumu, reuma
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gigt, gigtveiki
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reumatas, reumato, reumatizmas, reumatizmo, reumatinės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reimatisms, reimatisma, reimatismu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ревматизам, реума, реуматизам, ревматизмот, болките во коските
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reumatism, reumatismului, reumatismul, reumatismale, de reumatism
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
revma, revmatizem, revmatizmu, revmatizma, revmo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
reumatizmus, reuma, reumatizmu, na reumatizmus
Τυχαίες λέξεις