Τραχύτητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: τραχύτητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruwheid, ruwheid van, de ruwheid, oneffenheden, ruw
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραχύτητα
σχετική τραχύτητα, τραχύτητα πλαστικών σωλήνων, τραχύτητα κινητήρα, τραχύτητα επιφανειών, τραχύτητα επιφάνειας, τραχύτητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τραχύτητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τραχεία στα ολλανδικά - luchtpijp, trachea, de luchtpijp, trachee, de trachea
- τραχύς στα ολλανδικά - nors, dierlijk, bruut, ruig, schuurmiddel, honds, onaardig, ...
- τραύμα στα ολλανδικά - aanschieten, blessure, kwetsuur, kwetsen, verwonden, verwonding, trauma, ...
- τρεκλίζω στα ολλανδικά - wankelen, spreiden, verspringend, stagger, waggelen
Τυχαίες λέξεις
Τραχύτητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ruwheid, ruwheid van, de ruwheid, oneffenheden, ruw
Μεταφράσεις: ruwheid, ruwheid van, de ruwheid, oneffenheden, ruw