Λέξη: τραχύτητα
Σχετικές λέξεις: τραχύτητα
σχετική τραχύτητα, τραχύτητα πλαστικών σωλήνων, τραχύτητα κινητήρα, τραχύτητα επιφανειών, τραχύτητα επιφάνειας, τραχύτητα σωλήνων, τραχύτητα αγωγού
Συνώνυμα: τραχύτητα
βραχνάδα, τραχύτης, οξύτης, οξύτητα, βιαιότητα, δριμύτητα, βαναυσότης, βαναυσότητα, ασχημία, χονδρότητα, αγένεια, χυδαιότητα, χονδρότης, χοντροκοπιά, ρακώδες, στελεχώδες, ισχνότης, ισχνότητα, ανωμαλία, απρέπεια, δυσκολία
Μεταφράσεις: τραχύτητα
τραχύτητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roughness, harshness, ruggedness, coarseness, roughness of
τραχύτητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspereza, rugosidad, la rugosidad, rugosidad de, de rugosidad
τραχύτητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grobheit, rauheit, Rauheit, Rauhigkeit, Rauigkeit, Rauh, Rauhheit
τραχύτητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inégalité, aspérité, grossièreté, rudesse, âpreté, rugosité, la rugosité, rugosité de, rugosités
τραχύτητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asperità, asprezza, ruvidezza, rugosità, ruvidità, di rugosità
τραχύτητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rugosidade, aspereza, rugosidade da, de rugosidade, rugosidade de
τραχύτητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruwheid, ruwheid van, de ruwheid, oneffenheden, ruw
τραχύτητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неровность, нечеткость, шероховатость, грубость, бурность, грубоватость, суровость, терпкость, неотделанность, шероховатости, неровности
τραχύτητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grovhet, ruhet, råhet, ujevnheter, grovheten
τραχύτητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grovhet, råhet, strävhet, ojämnhet, ytråhet
τραχύτητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karkeus, karheus, karheuden, epätasaisuus, epätasaisuuksia
τραχύτητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ruhed, ruheden, ujævnheder, ujævnhed, ru
τραχύτητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nerovnost, ostrost, kostrbatost, hrubost, hrbolatost, nevlídnost, drsnost, drsnosti, drsností
τραχύτητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prymitywizm, szorstkość, chropowatość, nierówność, chropowatości, szorstkości, nierówności
τραχύτητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érdesség, érdessége, érdességi, egyenetlenség, érdességétől
τραχύτητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pürüzlülük, pürüz, pürüzlülüğü, pürüzlülüğün, pürüzlülüğünün
τραχύτητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брутальність, грубість, суворість, шорсткість
τραχύτητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vrazhdësi, ashpërsia, thyerje, ashpërsia e, ashpërsi
τραχύτητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грапавост, грапавостта, грапавост на, грапавина, грубост
τραχύτητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шурпатасць, шурпатасці, шурпатасьць
τραχύτητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karedus, karedust, ebatasasus, ebatasasuse, pinnakareduse
τραχύτητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grubost, grubosti, hrapavost, sirovost, hrapavosti, hrapavost obrađene
τραχύτητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ójöfnur, Roughness, hrjúfleika
τραχύτητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
asperitas
τραχύτητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiurkštumas, šiurkštumo, nelygumas, nelygumo, šiurkštį
τραχύτητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
raupjums, nelīdzenums, nelīdzenuma, raupjuma, nelīdzenumu
τραχύτητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грубост, грубоста, нерамнини, рапавост, грубост се
τραχύτητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rugozitate, rugozitatea, rugozității, de rugozitate, de rugozitatea
τραχύτητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drsnost, hrapavost, hrapavosti, grobost, hrapavosti tirov, grobih površin
τραχύτητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
drsnosť, drsnosti, drsnos, drsnost
Τυχαίες λέξεις