Υπεράσπιση στα ολλανδικά

Μετάφραση: υπεράσπιση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pleiten, defensie, verdediging, verweer, afweer, de verdediging
Υπεράσπιση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπεράσπιση

υπεράσπιση περιοδικό, υπεράσπιση κοινωνίας, υπεράσπιση πύργων, υπεράσπιση τησ κοινωνίασ και τησ δημοκρατίασ, υπεράσπιση κατηγορουμένου, υπεράσπιση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπεράσπιση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπεξούσιος στα ολλανδικά - luttel, min, gering, klein, kind, karig, kleiner, ...
  • υπεράριθμος στα ολλανδικά - overbodig, surnumerair, restembryo, overtollige, boventallige, overtallige
  • υπερήφανα στα ολλανδικά - trots, Proudly, met trots, vol trots, Toon trots
  • υπερακοντίζω στα ολλανδικά - verlopen, passeren, doorbrengen, aanreiken, langsgaan, uitblinken, doorgeven, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπεράσπιση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pleiten, defensie, verdediging, verweer, afweer, de verdediging