Λέξη: σκυταλοδρομία
Σχετικές λέξεις: σκυταλοδρομία
σκυταλοδρομία γυναικών, σκυταλοδρομία μαθηματικών, εταιρική σκυταλοδρομία, σκυταλοδρομία ανάγνωσης εκεβι, σκυταλοδρομία βικιπαιδεια, σκυταλοδρομία english, 4*100 σκυταλοδρομία, σκυταλοδρομία ανάγνωσης
Μεταφράσεις: σκυταλοδρομία
σκυταλοδρομία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
relay, relay race, a relay race, the relay, relay of
σκυταλοδρομία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carrera de relevos, raza de relais, carrera de relevo, carrera de postas, la raza de relais
σκυταλοδρομία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
staffel, ablösung, relais, staffellauf, schicht, Staffellauf, Staffel, Stafette, Staffelrennen
σκυταλοδρομία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
variation, change, changement, estafette, transmettre, relève, relais, relayer, alternance, course de relais, course à relais, course relais, course en relais
σκυταλοδρομία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
staffetta, corsa a staffetta, gara a staffetta, corsa di relè, gara di staffetta
σκυταλοδρομία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relaxe, relaxar, retransmitir, corrida de revezamento, raça relé, raça de relé, relay race, raça de relé do
σκυταλοδρομία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
estafette, estafetteloop, relaisras, estafettewedstrijd, estafetterace
σκυταλοδρομία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
передать, ретранслировать, сменяться, трансляция, передавать, реле, смена, эстафетная гонка, эстафета, эстафету, эстафете, эстафеты
σκυταλοδρομία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
relé, stafett, stafetten, stafettløp
σκυταλοδρομία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
relä, stafett, stafettlopp, stafetten, relay race, stafettloppet
σκυταλοδρομία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rele, releen, releet, relettä, relay
σκυταλοδρομία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stafet, stafetløb, stafetten
σκυταλοδρομία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
střídání, přenášet, vystřídat, relé, štafetový závod, štafeta, štafetový běh, štafet, štafety
σκυταλοδρομία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zluzować, sztafeta, przekazywać, retransmisja, zmiana, przekaźnik, retransmitować, luzować, zmieniać, sztafecie, bieg sztafetowy
σκυταλοδρομία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
relé, sugárzás, jelfogó, váltóverseny, staféta, váltó, váltófutás
σκυταλοδρομία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bayrak yarışı, bayrak koşusu
σκυταλοδρομία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
послаблення, ослаблення, релаксація, розвага, естафетна, естафетне
σκυταλοδρομία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërroj, trasmetoj, garë, raca, gara, racës, garën
σκυταλοδρομία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реле, щафета, щафетно бягане
σκυταλοδρομία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эстафетная
σκυταλοδρομία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teatejooks, relee, teatejooksus, teatesõiduks, teatejooksu, teatevõistlus
σκυταλοδρομία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smjena, instrument, relej, osigurati, smijeniti, štafeta, štafetna trka
σκυταλοδρομία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
boðhlaup
σκυταλοδρομία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
estafetė, Estafetėje, estafetės, estafetinis bėgimas, Stafete
σκυταλοδρομία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
relejs, stafete, stafetes
σκυταλοδρομία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реле, штафета, релето, релејни, релеен
σκυταλοδρομία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ștafetă, stafeta, ștafeta, de ștafetă, cursă cu ștafetă
σκυταλοδρομία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štafeta, štafete
σκυταλοδρομία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
relé, štafeta, štafetový