Φοβάμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: φοβάμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
angst, duchten, benauwdheid, schromen, vrees, beklemming, vrezen, beduchtheid, angst voor, bang, de angst
Φοβάμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φοβάμαι

φοβάμαι πως, φοβάμαι μπλε, φοβάμαι ότι θα πεθάνω, φοβάμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ' αγαπώ, φοβάμαι στίχοι, φοβάμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φοβάμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φοίνικας στα ολλανδικά - bal, band, palm, lint, medaille, palmtak, handpalm, ...
  • φοίνιξ στα ολλανδικά - feniks, Phoenix, van Phoenix, in Phoenix
  • φοβέρα στα ολλανδικά - pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest
  • φοβίζω στα ολλανδικά - schrik, affright, doen schrikken, ontsteltenis, ontstellen
Τυχαίες λέξεις
Φοβάμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: angst, duchten, benauwdheid, schromen, vrees, beklemming, vrezen, beduchtheid, angst voor, bang, de angst