Beklemming στα ελληνικά

Μετάφραση: beklemming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βασανισμός, φόβος, αγωνία, αγωνιώ, βασανίζω, άγχος, φοβάμαι, αγωνίας, οδύνη, την αγωνία
Beklemming στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekleden στα ελληνικά - παίρνω, καταλαμβάνω, ντύνω, ντύσει, ντύσω, ντύνουν, σε ντύσω
  • beklemmen στα ελληνικά - βασανίζω, βασανίσω, επιμένετε, κατακυριεύω, να βασανίζω
  • beklemtonen στα ελληνικά - άγχος, στρες, τονίζω, τόνος, πίεση, το άγχος, άγχους
  • beklijven στα ελληνικά - κρατώ, προβαίνω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι, αντέχω, προχωρώ, κατακρατώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Beklemming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βασανισμός, φόβος, αγωνία, αγωνιώ, βασανίζω, άγχος, φοβάμαι, αγωνίας, οδύνη, την αγωνία