Χρηματοδότηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: χρηματοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
financiering, financieringen, de financiering, financieren, financiering van
Χρηματοδότηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρηματοδότηση

χρηματοδότηση toyota, χρηματοδότηση εσπα, χρηματοδότηση επιχειρήσεων, χρηματοδότηση μκο, χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων, χρηματοδότηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρηματοδότηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χρηματιστής στα ολλανδικά - effectenhandelaar, effectenmakelaar, commissionair, wisselagent, beursvennootschap
  • χρηματοδοτώ στα ολλανδικά - bekostigen, financieren, financiën, Finance, financiële, financiering
  • χρηματοκιβώτιο στα ολλανδικά - behouden, veilig, zeker, safe, condoom, geborgen, kapotje, ...
  • χρηματομεσίτης στα ολλανδικά - makelaar, effectenhandelaar, effectenmakelaar, commissionair, wisselagent, beursvennootschap
Τυχαίες λέξεις
Χρηματοδότηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: financiering, financieringen, de financiering, financieren, financiering van