Λέξη: τελευταίος

Σχετικές λέξεις: τελευταίος

τελευταίος συρμός μετρό, τελευταίος αγγελος, τελευταίος χορός, τελευταίος πειρασμός, τελευταίος χορός γαλλικό τραγούδι, τελευταίος σταθμός, τελευταίος χρησμός του μαντείου των δελφών, τελευταίος σταθμός στίχοι, τελευταίος σταθμός σεφέρης β λυκειου, τελευταίος σεισμός, ο τελευταίος πειρασμός

Συνώνυμα: τελευταίος

τελικός, ύστατος, οπίσθιος, τελεσίδικος, τελικός αγώνας, νεώτατος, επόμενος, δεύτερος, έσχατος

Μεταφράσεις: τελευταίος

τελευταίος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
last, latter, latest, final, ultimate

τελευταίος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perdurar, último, continuar, postrero, durar, pasado, pasada, última, la última

τελευταίος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halten, anhalten, vorig, endgültig, final, später, neuste, finale, zuletzt, modernste, leisten, terminal, letztere, dauern, letzte, abschließend, letzter, letztes, letzten

τελευταίος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
définitif, suffire, ultérieur, durer, durons, antécédent, passé, autre, second, durez, final, subsister, précédent, ultimo, antérieur, résister, dernier, dernière, la dernière, dernières, derniers

τελευταίος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perdurare, durare, continuare, ultimo, finale, scorso, secondo, ultima, last, scorsa

τελευταίος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
garota, último, precedente, rapariga, anterior, durar, perdurar, moça, derradeiro, antecedente, passado, última, passada, a última

τελευταίος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verleden, standhouden, voorafgaand, later, laatste, vorig, achterste, definitief, vroeger, finaal, voorgaand, afgelopen, laatst, vorige

τελευταίος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
продолжиться, минувший, протекший, сохраняться, выдерживать, крайний, продержаться, умереть, прошедший, прошлый, предыдущий, протянуться, предварительный, терпеть, просуществовать, окончательный, последний, прошлом, в прошлом, последнее, последнего

τελευταίος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sist, forrige, vare, siste, Sist, i siste, går

τελευταίος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vara, sist, föregående, sista, förra, Senaste, senast

τελευταίος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myöhemmin, vihoviimeinen, lopullinen, uusimmat, äärimmäinen, jälkimmäinen, viimeinen, edellinen, viime, viimeksi, on viimeksi, se on viimeksi

τελευταίος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbigangen, vare, sidst, sidste, senest, last, seneste

τελευταίος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
minulý, stačit, druhý, trvat, poslední, vydržet, konečný, naposledy, last, loňském

τελευταίος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostatnio, poprzedni, wystarczać, późniejszy, starczyć, drugi, nowszy, wystarczyć, ciągać, trwać, ostatni, przetrwać, Ostatnia, zeszłym, ostatnim

τελευταίος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legújabb, utolsónak, utoljára, kaptafa, múlt, legfrissebb, utolsó, last, legutóbbi, az utolsó

τελευταίος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçen, son, sonraki, kesin, kati, son yorumlanan, en son

τελευταίος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
латунь, ласо, останній, останню, остання, останнього, останнє

τελευταίος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i fundit, fundit, kaluar, e kaluar, e fundit

τελευταίος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последно, последен, последната, последния, миналата

τελευταίος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апошні

τελευταίος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viimasena, viimane, liist, viimase, viimati, eelmisel, viimasel

τελευταίος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
njezin, prošle, očuvati, zadnjem, taj, prošlog, skorašnji, sam, potonji, kasniji, onaj, posljednji, prošli, zadnji

τελευταίος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
standa, vara, endast, síðastur, síðasta, síðustu, síðast, síðast fyrir, á síðustu

τελευταίος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
maneo, obduro, extremus

τελευταίος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskutinis, paskiausias, paskutiniais, paskutinį kartą, su paskutiniais, paskutinė

τελευταίος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pietikt, galīgs, pēdējais, saglabāties, valkāties, pēdējo reizi, jaunākie, pēdējā, pagājušajā

τελευταίος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
последните, последна, Последниот, минатата, последната

τελευταίος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ultim, final, dura, ultimul, ultima, trecut, trecută, ultimului

τελευταίος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trajati, zadnji, zadnja, zadnje, last, nazadnje

τελευταίος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
posledný, trvať, minul, posledná, posledné, poslednej, poslednú

Στατιστικά δημοτικότητας: τελευταίος

Τυχαίες λέξεις