Λέξη: αέριο

Σχετικές λέξεις: αέριο

αέριο μουστάρδας, αέριο θεσσαλονίκης τηλέφωνα, αέριο σαρίν, αέριο αττικής, αέριο θεσσαλονίκης, αέριο θεσσαλίας, αέριο σχιστόλιθου, αέριο θερμοκηπίου, αέριο του γέλιου, αέριο ήλιο, φυσικό αέριο, φυσικο αέριο

Συνώνυμα: αέριο

φωταέριο, βενζίνη, γκαζολίνη, μπούρδα, καπνός, αναθυμίαση, θυμός, ατμός

Μεταφράσεις: αέριο

αέριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gas, gas is, gaseous

αέριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gasolina, gas, bencina, de gas, gases, gas de, el gas

αέριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gas, blähsucht, benzin, benzinmotorsäge, blähungen, blähung, gaspedal, aufgeblasenheit, Gas, Gases

αέριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accélérateur, benzine, flatulence, gazer, essence, gaz, de gaz, du gaz, le gaz, gazeux

αέριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benzina, gas, di gas, a gas, del gas, gas di

αέριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
benzina, gás, alho, gasolina, de gás, do gás, gás de, a gás

αέριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gas, benzine, gas-, gassen, van gas

αέριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
газолин, бензин, газ, горючее, газа, газовая, газовой, газовый

αέριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bensin, gass, gassen

αέριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bensin, gas, gasen, gas-, gaser

αέριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaasu, kerskailla, bensiini, kaasun, kaasua, kaasu-, kaasulla

αέριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
benzin, gas, gassen, gas-, af gas

αέριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
benzín, plyn, plynový, plynu, plynů, plynové

αέριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gaz, gazować, benzyna, gazownictwo, gazowy, gazu, gazów, gazowa

αέριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üzemanyag, gáz, gázok, gázt, gáz-, gázzal

αέριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
benzin, gaz, gazı, Doğal gaz

αέριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
газовий, газ, газова, газо-

αέριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gaz, gazit, gazi, të gazit, e gazit

αέριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
газ, бензин, газове, на газ, газова

αέριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
газ

αέριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
gaasipedaal, bensiin, gaasitama, gaas, gaasi, gaasi-, gaasiga, maagaasi

αέριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plina, benzin, plinom, plin, gas, plinova, plinski

αέριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gas, gasi, gasið

αέριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dujos, benzinas, dujų, dujinė, dujas, dujomis

αέριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
benzīns, gāze, gāzes, gāzu, gāzi

αέριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гас, на гас, гасови, гасот

αέριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
benzină, gaz, de gaze, de gaz, a gazelor, cu gaz

αέριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plin, bencin, plina, gas, plinski

αέριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plynový, plyn, plynu, ropy, plynom, plyny

Στατιστικά δημοτικότητας: αέριο

Τυχαίες λέξεις