Ψευδίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψευδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lispelen, lisp, lispeel, van Lisp
Ψευδίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψευδίζω

γιατι ψευδίζω, ψευδίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψευδίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψελλίζω στα ολλανδικά - hakkelen, stotteren, stamelen, lispelen, lisp, lispeel, van Lisp
  • ψευδής στα ολλανδικά - bedrieglijk, vals, verkeerd, onwaar, onjuist, loos, onecht, ...
  • ψευδαισθητικός στα ολλανδικά - illusoir, denkbeeldig, illusive, ongrijpbaar, bedrieglijke
  • ψευδώνυμο στα ολλανδικά - alias, pseudoniem, genaamd, ook genaamd
Τυχαίες λέξεις
Ψευδίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lispelen, lisp, lispeel, van Lisp