Ψευδίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ψευδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lispelen, lisp, lispeel, van Lisp
![Ψευδίζω στα ολλανδικά Ψευδίζω στα ολλανδικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-nl-9536.png)
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψευδίζω
γιατι ψευδίζω, ψευδίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψευδίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ψελλίζω στα ολλανδικά - hakkelen, stotteren, stamelen, lispelen, lisp, lispeel, van Lisp
- ψευδής στα ολλανδικά - bedrieglijk, vals, verkeerd, onwaar, onjuist, loos, onecht, ...
- ψευδαισθητικός στα ολλανδικά - illusoir, denkbeeldig, illusive, ongrijpbaar, bedrieglijke
- ψευδώνυμο στα ολλανδικά - alias, pseudoniem, genaamd, ook genaamd
Τυχαίες λέξεις
Ψευδίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lispelen, lisp, lispeel, van Lisp
Μεταφράσεις: lispelen, lisp, lispeel, van Lisp