Αμφίβιος στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμφίβιος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
земноводний, десантний
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιος
αμφίβιος καταδρομέας, αμφίβιος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμφίβιος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμυχή στα ουκρανικά - позначка, розчісування, розчісувати, зношування, ритись, зношення, спрацювання, ...
- αμφίβιο στα ουκρανικά - амфібія, літак-амфібія, амфибия
- αμφίβολος στα ουκρανικά - непевний, невпевнений, невизначений, неозначений, мінливий, сумнівний, коливний, ...
- αμφίεση στα ουκρανικά - личина, машкара, наряд, маска, звичай, вигляд, вбрання, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: земноводний, десантний
Μεταφράσεις: земноводний, десантний