Αποθνήσκω στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποθνήσκω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упиратися, померти, вмирати, штемпель, гинути, вмерти, умерти
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποθνήσκω
αποθνήσκω αρχικοι χρονοι, αποθνήσκω αοριστος β, αποθνήσκω ετυμολογια, αποθνήσκω κλιση, αποθνήσκω wiktionary, αποθνήσκω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποθνήσκω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποθηκεύω στα ουκρανικά - запас, склад, берегти, зберегти, крамниця, бункер, бункера
- αποθησαυρίζω στα ουκρανικά - зберіть, накопичити, Ассам, асам
- αποικία στα ουκρανικά - колонія, оселення, поселення, родина, сім'я
- αποικιακός στα ουκρανικά - колоніальний, колоніальне
Τυχαίες λέξεις
Αποθνήσκω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: упиратися, померти, вмирати, штемпель, гинути, вмерти, умерти
Μεταφράσεις: упиратися, померти, вмирати, штемпель, гинути, вмерти, умерти