Упиратися στα ελληνικά
Μετάφραση: упиратися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεθάνω, αποθνήσκω, τεζάρω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται
Μεταφράσεις
- безкраїсть στα ελληνικά - αιωνιότητα, άπειρο, bezkrayist
- випивки στα ελληνικά - πατάτα, πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας
- відрижка στα ελληνικά - ρέψιμο, βρίζω, ρευτούν, ρέει η, belch
- кокс στα ελληνικά - κόλα, κοκ, οπτάνθρακα, κωκ, οπτάνθρακας, οπτανθρακοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Упиратися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεθάνω, αποθνήσκω, τεζάρω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται
Μεταφράσεις: πεθάνω, αποθνήσκω, τεζάρω, καταλήγω, εφάπτονται, ακουμπούν, καταλήγουν, εφάπτεται