Λέξη: αποθνήσκω

Σχετικές λέξεις: αποθνήσκω

αποθνήσκω αρχικοι χρονοι, αποθνήσκω αοριστος β, αποθνήσκω ετυμολογια, αποθνήσκω κλιση, αποθνήσκω wiktionary

Συνώνυμα: αποθνήσκω

πεθαίνω, γκρινιάζω, κρώζω, κράζω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, παρεκκλίνω, φύγω

Μεταφράσεις: αποθνήσκω

αποθνήσκω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
die, croak, decease, depart, succumb to

αποθνήσκω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fallecer, fenecer, morir, perecer, expirar, morirse, morirá, morirán, a morir

αποθνήσκω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
modellform, punze, prägestempel, sterben, gewindeschneidbacke, gewindebohrer, gewindeschneider, würfel, krepieren, gesenk, schneideisen, gussform, zu sterben, stirbt, sterbe

αποθνήσκω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agoniser, mourez, meurent, matrice, décéder, succomber, crever, dés, mourons, trépasser, meurs, mourir, dé, disparaître, périr, die, mourra, de mourir

αποθνήσκω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
morire, die, muoiono, morto, morirà

αποθνήσκω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dicionário, morrer, falecer, dado, morrem, morre, die, morra

αποθνήσκω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doodgaan, overlijden, sterven, verscheiden, versmachten, te sterven, dood, sterft

αποθνήσκω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пуансон, скончаться, помереть, погибнуть, погибать, подохнуть, отмереть, испаряться, умирать, млеть, издохнуть, подыхать, умереть, чекан, уснуть, гибнуть, умирают, умрет, умирает

αποθνήσκω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dø, å dø, dør, die, mold

αποθνήσκω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dö, die, dör, att dö, matrisen

αποθνήσκω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arpakuutio, arpanoppa, kuolla, rikkoontua, kupsahtaa, kuolee, kuolevat, die, kuolemaan

αποθνήσκω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dø, die, dør, at dø

αποθνήσκω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odumřít, umírat, zemřít, chcípnout, zesnout, zahynout, umřít, pojít, leknout, uhynout, zemře, die, umírají

αποθνήσκω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciągadło, mrzeć, umierać, konać, kokila, zdychać, zamierać, skonać, umrzeć, narzynka, ginąć, tłocznik, zemrzeć, matryca, zginąć, die, umiera

αποθνήσκω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csavarmenetvágó, érmesajtoló, meghal, meghalni, halni, die, hal meg

αποθνήσκω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölmek, die, ölmeye, ölür, ölecek

αποθνήσκω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
упиратися, померти, вмирати, штемпель, гинути, вмерти, умерти

αποθνήσκω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vdes, vdesin, vdesë, të vdesin, të vdesë

αποθνήσκω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
куб, умирам, умре, умрат, умра, умреш

αποθνήσκω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
памерці

αποθνήσκω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seiskuma, vorm, lahtuma, surema, sureb, surra, die, surevad

αποθνήσκω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kocka, umrijeti, kalup, alat, smrt, umre, umiru, die, umire

αποθνήσκω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drepast, deyja, að deyja, deyr, deyrð, deyi

αποθνήσκω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nužudyti, kauliukas, mirti, miršta, die, mirs, mirties

αποθνήσκω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mirt, nomirt, mirst, die, iet bojā

αποθνήσκω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
умрам, умре, умрат, умираат, да умре

αποθνήσκω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zar, muri, mor, moară, mori, moara

αποθνήσκω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
umírat, pojít, die, umreti, umrl, umre, umrli

αποθνήσκω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zomrieť, umrieť
Τυχαίες λέξεις