Δευτερόλεπτο στα ουκρανικά
Μετάφραση: δευτερόλεπτο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підкріпляти, по-друге, підкріпити, підтримати, другий, другої, другій, другим, друга
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δευτερόλεπτο
λεπτό δευτερόλεπτο, αιώνιο δευτερόλεπτο, 1 δευτερόλεπτο, δευτερόλεπτο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δευτερόλεπτο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δεσπόζω στα ουκρανικά - придушувати, домінувати, стримувати, здержувати, підноситися, підніматися, височіти, ...
- δευτερεύων στα ουκρανικά - підпорядкований, вторинний, підкорений, вторинна
- δεόντως στα ουκρανικά - належно, цілком, вчасно, належним чином
- δεύτερον στα ουκρανικά - підтримати, підкріпити, по-друге, підкріпляти
Τυχαίες λέξεις
Δευτερόλεπτο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підкріпляти, по-друге, підкріпити, підтримати, другий, другої, другій, другим, друга
Μεταφράσεις: підкріпляти, по-друге, підкріпити, підтримати, другий, другої, другій, другим, друга