Δευτερόλεπτο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δευτερόλεπτο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instante, assento, sentar, momento, segundo, segunda, outro, segondos
Δευτερόλεπτο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δευτερόλεπτο

λεπτό δευτερόλεπτο, αιώνιο δευτερόλεπτο, 1 δευτερόλεπτο, δευτερόλεπτο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δευτερόλεπτο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεσπόζω στα πορτογαλικά - avassalar, domiciliar, dominar, elevar-se de, overtop, sobrelevar em altura, levar a melhor sobre
  • δευτερεύων στα πορτογαλικά - secundário, acessório, segunda, secundária, secundários, derivado, secundárias
  • δεόντως στα πορτογαλικά - devidamente, devida, regularmente
  • δεύτερον στα πορτογαλικά - segundo, momento, sentar, assento, instante, em segundo lugar, segundo lugar, ...
Τυχαίες λέξεις
Δευτερόλεπτο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: instante, assento, sentar, momento, segundo, segunda, outro, segondos