Λέξη: καρύδα

Σχετικές λέξεις: καρύδα

καρύδα συνταγές, καρύδα θερμίδες, καρύδα θρεπτική αξία, καρύδα γλυκό, καρύδα θρεπτικά συστατικά, καρύδα ιδιότητες, καρύδα σταυρούλα, καρύδα της θάλασσας, καρύδα άνοιγμα, καρύδα παιδογαστρεντερολόγος

Συνώνυμα: καρύδα

καρίδα

Μεταφράσεις: καρύδα

καρύδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coconut, the coconut

καρύδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coco, cocotero, de coco, del coco, el coco

καρύδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kokosnuss, Kokos, Kokosnuss

καρύδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coco, cocotier, noix de coco, la noix de coco, de noix de coco, de coco

καρύδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cocco, noce di cocco, di cocco, coconut, di noce di cocco

καρύδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coco, de coco, coconut, do coco, côco

καρύδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klapper, kokosnoot, klappernoot, kokos, coconut, de kokosnoot, kokosnoten

καρύδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кокос, доллар, башка, кокосовое, кокосового, кокоса, кокосовой

καρύδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kokosnøtt, kokos, coconut

καρύδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kokos, kokosnöt, coconut

καρύδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kookospähkinä, kookos, coconut, kookosöljy, kookospähkinän

καρύδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kokos, kokosnød, coconut, kokosolie, kokosnøddeolie

καρύδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kokos, kokosový, kokosové, kokosového, kokosová

καρύδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kokos, orzech kokosowy, kokosowy, kokosowego, kokosowe

καρύδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kókuszdió, kókusz, kókuszos, kókuszolaj

καρύδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hindistan cevizi, hindistancevizi, cevizi, coconut

καρύδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кокос

καρύδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i kokosit, kokosit, të kokosit, e kokosit, kokosit të

καρύδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кокос, кокосов орех, кокосов, кокосово, кокосови

καρύδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
какос, кокос

καρύδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kookospähkel, kookospähkli, kookose, kookospiima, kookosõli

καρύδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
orah-kokosov, kokos, kokosovo, kokosa, kokosovog, kokosov

καρύδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kókos, Coconut, kókoshneta, kókoshnetuolía, kókoshnetur

καρύδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kokosas, kokoso riešutas, kokoso, kokosų, kokoso riešutų

καρύδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kokosrieksts, kokosriekstu, coconut, kokosa, kokosšķiedra

καρύδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кокос, кокосови, кокосово, кокосова, кокосов

καρύδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nucă de cocos, cocos, de cocos, de nucă de cocos, nuca de cocos

καρύδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kokos, kokosova, kokosovo, kokosa, kokosove

καρύδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kokos, kokosové

Στατιστικά δημοτικότητας: καρύδα

Τυχαίες λέξεις