Κυριότερος στα ουκρανικά

Μετάφραση: κυριότερος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
калічить, головний, головне, головного
Κυριότερος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυριότερος

κυριότερος συνώνυμα, κυριότερος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κυριότερος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κυριολεκτικά στα ουκρανικά - буквалізм, буквально
  • κυριολεκτικός στα ουκρανικά - письменність, буквальний, буквальне, буквального, дослівний
  • κυρτός στα ουκρανικά - похилість, вигнутий, луг, донесхочу, крадений, опуклий, випуклий, ...
  • κυρτώνω στα ουκρανικά - вигибатися, дуга, вигибати, опуклість, випуклість, випинання, нерівність
Τυχαίες λέξεις
Κυριότερος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: калічить, головний, головне, головного