Πτυχίο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πτυχίο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рівень, достойність, становище, ступінь, міру, міра
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πτυχίο
πτυχίο αγγλικών, πτυχίο γαλλικών, πτυχίο γερμανικών, πτυχίο αρμονίας, πτυχίο επιπέδου 3, πτυχίο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πτυχίο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πτοώ στα ουκρανικά - збентежте, вселяти, навіювати, викликати
- πτυχή στα ουκρανικά - морщити, загін, засовувати, зборка, нарікання, створ, кошара, ...
- πτύσσω στα ουκρανικά - складка, засовувати, підгинати, зборка, давитися, кривитися, морщитися, ...
- πτύω στα ουκρανικά - штик, шомпол, тріскотіти, мрячити, висловлювати, плювати, начхати, ...
Τυχαίες λέξεις
Πτυχίο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рівень, достойність, становище, ступінь, міру, міра
Μεταφράσεις: рівень, достойність, становище, ступінь, міру, міра