Λέξη: πτυχίο
Σχετικές λέξεις: πτυχίο
πτυχίο αγγλικών, πτυχίο γαλλικών, πτυχίο γερμανικών, πτυχίο αρμονίας, πτυχίο επιπέδου 3, πτυχίο μεκ, πτυχίο επάρκειας στην επείγουσα προνοσοκομειακή ιατρική, πτυχίο ναυαγοσωστικής, πτυχίο επαγγελματικής ειδικότητας επιπέδου 4 επαλ, πτυχίο πληροφορικής
Συνώνυμα: πτυχίο
βαθμός, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, δίπλωμα, μοίρα, πιστοποιητικό, βεβαίωση
Μεταφράσεις: πτυχίο
πτυχίο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
degree, diploma, certificate, a degree, degree in
πτυχίο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nivel, grado, grados, título, grado de
πτυχίο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maß, niveau, grad, stadium, rang, bogengrad, stufe, Grad, Abschluss, Maß, Ausmaß
πτυχίο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
licence, degré, taux, marche, titre, niveau, intitulé, étape, mesure, grade, rang, valeur, échelon, diplôme
πτυχίο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grado, livello, laurea, gradi, misura
πτυχίο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
degradar, nível, grau, graus, grau de, diploma
πτυχίο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
peil, graad, stand, stadium, stadie, rang, etappe, trap, plan, niveau, hoogte, mate, graden, diploma
πτυχίο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уровень, достоинство, положение, ранг, градус, качество, сорт, степень, колено, ступень, мера, звание, степени, градусов, образование, степенью
πτυχίο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nivå, plan, grad, graden, programmer, kvalitet, graders
πτυχίο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nivå, grad, rang, graden, examen, utsträckning
πτυχίο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkinto, aste, taso, määrä, voimakkuus, pykälä, tutkinnon, määrin, asteen
πτυχίο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
højde, grad, niveau, graden, omfang, vis, graders
πτυχίο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hladina, stupeň, hodnost, míra, úroveň, hodnota, udělen, stupně, studijní
πτυχίο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
walor, jednostka, poziom, cecha, stopień, gatunek, stopnia, stopniu, stopni
πτυχίο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fokozat, fok, mértékben, fokú, foka
πτυχίο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rütbe, derece, derecesi, lisans, derecelik, dereceden
πτυχίο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рівень, достойність, становище, ступінь, міру, міра
πτυχίο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gradë, shkalla, shkallë, diplomë, shkallë të, shkallë e
πτυχίο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градус, степен, степента, градуса, степен на
πτυχίο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ступень
πτυχίο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
määr, aste, kraad, määral, kraadi, astme
πτυχίο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stupanj, mjera, stupnja, diploma, položaj, čin, stepen, stupnjeva
πτυχίο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gráðu, hversu, hve, gráða, prófi
πτυχίο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lygis, laipsnis, lygmuo, laipsnį, laipsnio, studijų
πτυχίο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grāds, līmenis, pakāpe, pakāpi, grādu
πτυχίο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
степен, диплома, степенот
πτυχίο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nivel, grad, studii, de studii, gradul, grade
πτυχίο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stopnja, diploma, stopnjo, stopnje, raven
πτυχίο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hodnota, stupeň, úroveň, stupňa, mieru, miera