Πτυχίο στα φινλανδικά
Μετάφραση: πτυχίο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkinto, aste, taso, määrä, voimakkuus, pykälä, tutkinnon, määrin, asteen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πτυχίο
πτυχίο αγγλικών, πτυχίο γαλλικών, πτυχίο γερμανικών, πτυχίο αρμονίας, πτυχίο επιπέδου 3, πτυχίο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πτυχίο στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- πτοώ στα φινλανδικά - herättää suurta pelkoa jokussa
- πτυχή στα φινλανδικά - sulkea, poimuttaa, poimu, taitekohta, sulkeutua, rypistää, uurre, ...
- πτύσσω στα φινλανδικά - laskostaa, laskos, survoa, poimu, poimuttaa, kuroa, rypistää, ...
- πτύω στα φινλανδικά - kanki, sähistä, sylkäistä, sylki, sylkeä, expectorate, ja expectorate
Τυχαίες λέξεις
Πτυχίο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tutkinto, aste, taso, määrä, voimakkuus, pykälä, tutkinnon, määrin, asteen
Μεταφράσεις: tutkinto, aste, taso, määrä, voimakkuus, pykälä, tutkinnon, määrin, asteen