Συμπερίληψη στα ουκρανικά
Μετάφραση: συμπερίληψη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
включаючи, включення, вмикання, увімкнення, ввімкнення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπερίληψη
συμπερίληψη συνώνυμα, συμπερίληψη ορισμόσ, συμπερίληψη κλάσης, συμπερίληψη συνώνυμο, συμπερίληψη ετυμολογια, συμπερίληψη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπερίληψη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμπαράσταση στα ουκρανικά - підкладка, піддержувати, спинка, підтримання, забезпечення, підтримка, підтримку, ...
- συμπατριώτης στα ουκρανικά - співвітчизник, земляк, земляче
- συμπεραίνομαι στα ουκρανικά - розв'язувати, закінчувати, укласти, завершувати, припускати, передбачати, припустити, ...
- συμπεραίνω στα ουκρανικά - похибку, виводити, прослідкувати, завершувати, прослідити, укласти, закінчувати, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπερίληψη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: включаючи, включення, вмикання, увімкнення, ввімкнення
Μεταφράσεις: включаючи, включення, вмикання, увімкнення, ввімкнення