Τελείως στα ουκρανικά
Μετάφραση: τελείως, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
досконало, звичайно, аякже, абсолютно, безумовно, повністю, цілком
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τελείως
εντελώς τελείως, τελείως αντωνυμο, αντωνυμα τελείως, τελείως λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τελείως στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τεκμηριώνω στα ουκρανικά - доводити, обґрунтувати, tekmiriono
- τελείωμα στα ουκρανικά - завершення, обробка, оздоблення, отделка
- τελείωσε στα ουκρανικά - над, наверху, через, вище, за, нагорі, закінчений, ...
- τελειοποίηση στα ουκρανικά - удосконалювання, верх, завершення, закінченість, досконалість, довершеність, досконалості, ...
Τυχαίες λέξεις
Τελείως στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: досконало, звичайно, аякже, абсолютно, безумовно, повністю, цілком
Μεταφράσεις: досконало, звичайно, аякже, абсолютно, безумовно, повністю, цілком