Λέξη: εξασθένηση

Σχετικές λέξεις: εξασθένηση

εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση ανοσοποιητικού, εξασθένηση του ήχου, εξασθένηση στοιβάδας όζοντος, εξασθένηση σήματος, εξασθένηση γραμμής

Συνώνυμα: εξασθένηση

πτώση, παρακμή, ύφεση, ελάττωση, αδυναμία, ατονία

Μεταφράσεις: εξασθένηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impairment, decline, attenuation, weakening, weakening of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disminución, descenso, declinación, decadencia, declive
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beeinträchtigung, schaden, Rückgang, Niedergang, Verfall, Abnahme
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affaissement, dommage, insuffisance, endommagement, déclin, baisse, diminution, recul, baisse de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indebolimento, declino, calo, flessione, decadenza, il declino
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
declínio, queda, diminuição, redução, descida
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achteruitgang, verval, daling, daling van, afname
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ухудшение, повреждение, снижение, спад, сокращение, падение, упадок
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nedgang, nedgangen, tilbakegang, fall, reduksjon
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nedgång, nedgången, minskning, minskningen, minskade
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haitta, aleneminen, lasku, väheneminen, laskua, laskuun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagegang, fald, nedgang, faldet, faldende
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
snížení, poškození, pokles, úpadek, poklesu, úbytek
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadwerężenie, upośledzenie, osłabienie, wadliwość, upadek, zanik, spadek, spadku, zmniejszenie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
károsodás, gyengülés, megrongálás, hanyatlás, csökkenése, csökkenés, visszaesés, csökkenését
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düşüş, azalma, gerileme, düşüşün, bir düşüş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зниження, зменшення
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rënie, rënia, rënie të, rënia e, rënie e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щета, упадък, спад, намаляване, намаление, спада
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зніжэнне, паніжэнне, зьніжэньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahjustus, halvenemine, vigastus, langus, vähenemine, langust, languse, languses
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oštećenje, pad, smanjenje, pada, opadanje, odbili
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lækkun, samdráttur, hnignun, lækka, lækkunin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žala, mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bojājums, postījums, panīkums, pagrimums, samazināšanās, kritums, samazinājums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пад, намалување, опаѓање, падот, намалувањето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pagubă, declin, scădere, declinul, declinului, scadere
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upad, padec, znižanje, upadanje, Zmanjšanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhoršení, pokles, zníženie, poklesu
Τυχαίες λέξεις