Безумовно στα ελληνικά

Μετάφραση: безумовно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελείως, απολύτως, σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, οπωσδήποτε, βέβαιο
Безумовно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безумність στα ελληνικά - σεληνιακός, τρέλα, ανοησία, αφροσύνη, τρέλας, μωρία
  • безумовний στα ελληνικά - άβολος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
  • безумства στα ελληνικά - τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλα, Madness, την τρέλα
  • безумство στα ελληνικά - τρέλλα, παραφροσύνη, τρέλα, τρέλας, την τρέλα
Τυχαίες λέξεις
Безумовно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελείως, απολύτως, σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, οπωσδήποτε, βέβαιο