Τράπεζα στα ουκρανικά
Μετάφραση: τράπεζα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шар, насип, верстак, лавка, банк, банку
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τράπεζα
τράπεζα πειραιώς καταστήματα, τράπεζα θεμάτων, τράπεζα κύπρου, τράπεζα αττικής, τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, τράπεζα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τράπεζα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τράβηγμα στα ουκρανικά - скаржитися, відбуксирувати, жалітись, пхикання, буксир, буксирувати, ривок, ...
- τράνταγμα στα ουκρανικά - поштовх, поштовху
- τράπουλα στα ουκρανικά - переповнити, короб, законсервувати, пака, купа, колода карт, колода
- τρέλα στα ουκρανικά - манія, божевільний, примха, мания
Τυχαίες λέξεις
Τράπεζα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шар, насип, верстак, лавка, банк, банку
Μεταφράσεις: шар, насип, верстак, лавка, банк, банку