Λέξη: ξινός

Σχετικές λέξεις: ξινός

ξινός άνθρωπος, ξινός τραχανάς σούπα, ξινός ή ξινός, ξινός λεξικο, ξινός τραχανάς, ξινός τραχανάς παρασκευή, ξινός στα αγγλικα, ξινός ετυμολογία, ξινός τραχανάς συνταγή, ξινός συνώνυμα

Μεταφράσεις: ξινός

ξινός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sour, tart, tart is

ξινός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acedo, agrio, agriarse, Sour, agria, amarga, amargo

ξινός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verdrießlich, mürrisch, säuregehalt, grämlich, griesgrämig, sauer, säuerlich, Sour, Saure

ξινός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sur, acide, piqué, maussade, acidité, aigrir, acerbe, morose, aigre, aigreur, tourné, Sour, sure, fraîche

ξινός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acido, acerbo, aspro, agro, Sour, acida

ξινός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arisco, ácido, azedo, acidez, brusco, Sour, amargo, Azeda

ξινός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuurheid, gemelijk, doordringend, bars, scherp, nurks, guur, honds, zuur, akelig, zurigheid, schel, somber, nors, onaardig, naargeestig, verzuren, wrang, zure, Sour

ξινός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекиснуть, квашеный, скисать, заквашивать, заквасить, закисать, кислый, угрюмый, прокисший, закиснуть, перекисать, Sour, Сметана, Кисло, кислое

ξινός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sur, Sour, syrlige, sure, surt

ξινός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sur, syra, syrlig, Sour, sura, surt

ξινός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hapan, happamuus, karvas, kirpeä, nyrpeä, Sour, hapanta, happaman, happamia

ξινός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sur, sour, syrnet, sure, Creme

ξινός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kyselost, rozhořčit, kyselit, okyselit, trpký, kyselý, Sour, Kyselé, Kyselá, Máslo ze

ξινός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skwaśnieć, kwaśnieć, kwasić, kwaśny, gorzknieć, cierpki, Sour, kwaśne, kwaśna, kwaśną

ξινός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
besavanyodott, savanyú, erjedt, Sour, Tejfel, savanykás

ξινός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
somurtkan, ekşi, huysuz, Sour, Tuzlama, bilgileri Ekşi

ξινός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кислий

ξινός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aciditet, thartë, acid, i lagësht, tharbem, i thartuar, kosi

ξινός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
киселинност, кисел, Sour, Заквасена, кисело, вишни

ξινός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
на, кіслы

ξινός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hapu, kibestuma, Sour, hapus, hapu-

ξινός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
juhe, kiseo, kiselo, kiselog, Sour, kiseli

ξινός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sour, súr, sýrðum, sýrður, sýrða

ξινός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acidus

ξινός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rūgštus, Sour, rauginto, rūgščiųjų, rūgštaus

ξινός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skābums, dzēlīgums, skābs, skāba, skābu, skābais, Sour

ξινός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кисело, Влошената, киселото, кисела, Sour

ξινός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aciditate, acru, Sour, Smantana, bifidobacterii, cu bifidobacterii

ξινός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Sour, kislo, kisla, kisel, kisle

ξινός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trpký, kyslý, Kyselý, kyslé, kyslá, kyselinový
Τυχαίες λέξεις