Αμαρτία στα πολωνικά
Μετάφραση: αμαρτία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzeszyć, zgrzeszyć, grzech, grzechem, sin, grzechu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμαρτία
αμαρτία στο κορμί τησ, αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη, αμαρτία και μετάνοια, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία ετυμολογία, αμαρτία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμαρτία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αμαξοστοιχία στα πολωνικά - tresować, kolejka, pociąg, uczyć, wyszkolić, trenować, wytrenować, ...
- αμαρτάνω στα πολωνικά - grzech, grzeszyć, zgrzeszyć, grzechem, sin, grzechu
- αμαρτωλός στα πολωνικά - grzesznik, grzesznica, grzesznikiem, grzesznika, grzeszniku
- αμαυρώνω στα πολωνικά - zmatowienie, błąd, przyćmić, zmaza, wada, śniedź, oczernić, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμαρτία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: grzeszyć, zgrzeszyć, grzech, grzechem, sin, grzechu
Μεταφράσεις: grzeszyć, zgrzeszyć, grzech, grzechem, sin, grzechu