Λέξη: αντιστέκομαι

Σχετικές λέξεις: αντιστέκομαι

αντιστέκομαι συνώνυμα, αντιστέκομαι συνώνυμο

Συνώνυμα: αντιστέκομαι

ανθίσταμαι, αντέχω

Μεταφράσεις: αντιστέκομαι

αντιστέκομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defy, resist, resisting

αντιστέκομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desafiar, resistir, resistirse, resistir a, resistirse a, resistir la

αντιστέκομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auffordern, widerstehen, Widerstand leisten, wider, zu wider

αντιστέκομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défient, baser, braver, défier, provoquer, défions, défiez, résister, résister à, résister aux, résiste, de résister

αντιστέκομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfidare, resistere, resistere a, resistere alla, resistere alle, resistere al

αντιστέκομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
descongelar, desafiar, resistir, resistir a, resistem, resistir à, resiste

αντιστέκομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tarten, uitdagen, trotseren, uittarten, weerstand, zich verzetten tegen, weerstand bieden aan, weerstaan, te weerstaan

αντιστέκομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
попирать, бравировать, вызывать, пренебречь, пренебрегать, игнорировать, сопротивляться, противостоять, устоять, сопротивление, удержаться

αντιστέκομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utfordre, motstå, å motstå, stå imot, imot, motstå å

αντιστέκομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trotsa, motstå, stå emot, stå, emot, motstånd

αντιστέκομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uhmata, taistella, vastustaa, usuttaa, sietää, vastustamaan, kestää, vastustavat, kestävät

αντιστέκομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udfordre, modstå, at modstå, modsætte, modstand, modstår

αντιστέκομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzdorovat, stavět, vyzvat, odolat, odolávat, bránit, odolávají

αντιστέκομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeciwić, opierać, sprzeciwiać, przeciwstawiać, wyzywać, przeciwstawić, opierać się, przeciwdziałać, przeciwstawiać się, oprzeć, się oprzeć

αντιστέκομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenáll, ellenállni, ellenállnak, ellenálljon, ellenállni a

αντιστέκομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
direnmek, karşı, direnç, direnmeye, resist

αντιστέκομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викликати, зневажити, визивати, зневажати, чинити опір, опиратися, пручатися, опір, протистояти

αντιστέκομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përballoj, rezistoj, rezistojë, rezistojnë, të rezistojë, të rezistuar

αντιστέκομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
устои, устоят, съпротивлява, съпротивляват, се противопоставят

αντιστέκομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супраціўляцца, супрацівіцца

αντιστέκομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trotsima, vastu seisma, hoiduma, seista, vastu panna, seisma

αντιστέκομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prezirati, prkositi, izazivati, odoljeti, oduprijeti, odupre, se odupre, opiru

αντιστέκομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
standast, staðist, að standast, gegn, sporna

αντιστέκομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsispirti, priešintis, pasipriešinti, priešinasi, atsilaikyti

αντιστέκομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pretoties, izturēt, pretojas, pretotos, izturētu

αντιστέκομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одолее, спротивстават, се спротивстави на, се спротивстави, спротивстави

αντιστέκομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rezista, reziste, a rezista, rezista la, rezistă

αντιστέκομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izziv, upreti, uprejo, upirati, upirajo, uprli

αντιστέκομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odolať, odolávať, vydržať, zniesť
Τυχαίες λέξεις