Λέξη: συνταξιούχος

Σχετικές λέξεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος αυτοκτόνησε, συνταξιούχος δημοσίου που εργάζεται, συνταξιούχος που εργάζεται, συνταξιούχος μέλος δσ, συνταξιούχος ατε, συνταξιούχος ετερόρρυθμος εταίρος, συνταξιούχος ικα που εργάζεται, συνταξιούχος εργαζόμενος, συνταξιούχοσ δημοσίου, συνταξιούχος και εργασία

Συνώνυμα: συνταξιούχος

απόμερος

Μεταφράσεις: συνταξιούχος

συνταξιούχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pensioner, retired, a retired, a pensioner, retiree

συνταξιούχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pensionado, pensionista, jubilado, retirado, retiró, jubilados, se retiró

συνταξιούχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rentenempfänger, pensionist, ruheständler, rentner, pensionär, im Ruhestand, pensioniert, Ruhestand, zurückgezogen, Rentner

συνταξιούχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
retraité, rentier, à la retraite, retiré, retraite, la retraite

συνταξιούχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pensionato, ritirato, pensione, in pensione, pensionati

συνταξιούχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aposentado, aposentou, aposentados, se aposentou, reformado

συνταξιούχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pensioentrekker, gepensioneerde, gepensioneerd, teruggetrokken, pensioen, met pensioen

συνταξιούχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пенсионер, студент, в отставке, отставной, отставке, пенсию, удалился

συνταξιούχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pensjonist, pensjonert, pensjonerte, trakk seg tilbake, trakk, trakk seg

συνταξιούχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pensionär, pensionerad, pensionerade, i pension, retired

συνταξιούχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläkkeensaaja, eläkeläinen, kansaneläkeläinen, eläkkeellä, eläkkeelle, jäi eläkkeelle, siirtyi eläkkeelle

συνταξιούχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pensioneret, pensionerede, trak sig tilbage, på pension, pensionister

συνταξιούχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důchodce, penzista, v důchodu, důchodu, odešel, vysloužilý, do důchodu

συνταξιούχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rencista, emeryt, emerytowany, emeryturze, na emeryturze, emeryturę, na emeryturę

συνταξιούχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugdíjas, visszavonult, nyugdíjasok, nyugalmazott, nyugdíjba

συνταξιούχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emekli, emekli oldu, emekliye, emekli bir

συνταξιούχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пенсіонер, студент, у відставці

συνταξιούχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dalë në pension, pension, në pension, pensionuar, dalë në pension

συνταξιούχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пенсионер, пенсиониран, пенсионери, пенсионира, пенсионирани

συνταξιούχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
у адстаўцы

συνταξιούχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pensionär, pensionile jäänud, pensionile, pensionil, pensionäride, pensionärid

συνταξιούχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umirovljenik, plaćenik, najamnik, penzioner, umirovljen, mirovini, u mirovini, umirovljeni, mirovinu

συνταξιούχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirlaun, lét af störfum, eftirlaunum, á eftirlaun, störfum

συνταξιούχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išėjęs į pensiją, pensininkas, pensininkai, į pensiją, išėjo į pensiją

συνταξιούχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvaļināts, pensionēts, pensijā, retired, pensionēti

συνταξιούχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
во пензија, пензија, пензионираниот, пензионирани, пензиониран

συνταξιούχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pensionar, retras, pensionat, pensionari, sa retras

συνταξιούχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
upokojen, upokojil, upokojeni, upokojenec, upokojena

συνταξιούχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
v, na

Στατιστικά δημοτικότητας: συνταξιούχος

Τυχαίες λέξεις