Στρατολογία στα πολωνικά
Μετάφραση: στρατολογία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konskrypcja, mobilizacja, pobór, pobór do wojska, poboru, powoływanie, pobór do
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατολογία
στρατολογία κατάταξη, στρατολογία πατρών, στρατολογία θεσσαλονίκης, στρατολογία ρουφ, στρατολογία λαμίας, στρατολογία λεξικό γλώσσας πολωνικά, στρατολογία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- στρατιωτικός στα πολωνικά - militarny, wojskowy, wojskowość, bojowy, wojenny, militaria, wojsko, ...
- στρατιώτης στα πολωνικά - żołdak, stojak, żołnierz, wojak, żołnierzem, żołnierza, żołnierzu, ...
- στρατολογώ στα πολωνικά - rekrutować, werbować, rekrut, wprowadzać, powoła, instalować coś, wprowadzać w posiadanie
- στρατολόγηση στα πολωνικά - rekrutacja, zaciąg, pobór, werbowanie, werbunek, werbownik, nabór, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: konskrypcja, mobilizacja, pobór, pobór do wojska, poboru, powoływanie, pobór do
Μεταφράσεις: konskrypcja, mobilizacja, pobór, pobór do wojska, poboru, powoływanie, pobór do