Στρατολογία στα γερμανικά

Μετάφραση: στρατολογία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aushebung, Einberufung, Wehrpflicht, die Wehrpflicht, der Wehrpflicht, Aushebung
Στρατολογία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατολογία

στρατολογία κατάταξη, στρατολογία πατρών, στρατολογία θεσσαλονίκης, στρατολογία ρουφ, στρατολογία λαμίας, στρατολογία λεξικό γλώσσας γερμανικά, στρατολογία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • στρατιωτικός στα γερμανικά - militär, militärisch, Militär, Militär-, militärischen, militärische
  • στρατιώτης στα γερμανικά - krieger, kämpfer, soldat, Soldat, Soldaten, soldier
  • στρατολογώ στα γερμανικά - rekrut, einführen, induct, einweihen, ansaugen, Zuführstelle
  • στρατολόγηση στα γερμανικά - werbung, rekrutierung, personalbeschaffung, einstellung, verstärkung, Rekrutierung, Anwerbung, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: aushebung, Einberufung, Wehrpflicht, die Wehrpflicht, der Wehrpflicht, Aushebung