Λέξη: εκλέγω

Σχετικές λέξεις: εκλέγω

εκλέγω conjugation, εκλέγω στα αγγλικά, εκλέγω αόριστος, εκλέγω αρχικοί χρόνοι

Συνώνυμα: εκλέγω

δρέπω, εκλεκτός, αναδείχνω, ξεδιαλέγω, διαλέγω, επιλέγω, προτιμώ, ερανίζομαι, εκμαιεύω, αποσπώ, εξάγω, αποτελώ, διορίζω, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω

Μεταφράσεις: εκλέγω

εκλέγω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elect, excerpt, cull

εκλέγω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escoger, elegir, electo, elegidos, escogidos, elegido, electos

εκλέγω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wählen, auserwählt, Auserwählten, elect, wählen sie, Erwählten

εκλέγω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acclamer, choisir, adopter, élisez, trier, sélectionner, élire, désigner, opter, élisons, élisent, élu, élus, élue, désigné

εκλέγω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scegliere, eleggere, eletto, eletti, eletta, designato

εκλέγω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eleger, optar, eleja, nomear, escolher, idoso, designar, eleito, eleitos, elect

εκλέγω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitkiezen, kiezen, uitlezen, uitzoeken, uitpikken, verkiezen, uitverkoren, uitverkorene, uitverkorenen, verkies, gekozen

εκλέγω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избирать, выбирать, избрать, выбрать, избранник, отборный, избранный, избранные, избранных, избирает

εκλέγω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kåre, velge, utvalgte, utvalgtes, utvalgt

εκλέγω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utvälja, utvalda, elect, trädande, utvalt, tillträdande

εκλέγω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valita, valitut, valitun, valittujen, valittua, valittuja

εκλέγω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vælge, udvalgte, valgte, nyvalgte, udvalgtes, den valgte

εκλέγω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybrat, zvolit, volit, vyvolení, elect, Nově zvolený

εκλέγω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybierać, elekt, chcieć, wybrany, wybrani, elekta, wybrańcy

εκλέγω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válogatott, választott, kiválasztott, megválasztott, választottakat, választottait, választottakért

εκλέγω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saylamak, seçmek, seçilmiş, yeni seçilen, seçecek, elect

εκλέγω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обрати, оберіть, вибрати, добірний, обирати, обрані, Вибрані, Улюблені, обране, вибраних

εκλέγω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zgjedhur, zgjedhur, zgjedhurit, të zgjedhurit, sapozgjedhur

εκλέγω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новоизбран, избран, избира, елект, избраните

εκλέγω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выбраныя, абраныя, выбранцы

εκλέγω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitud, valima, valib, ametisseastuva, ametisseastuv, valituid

εκλέγω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izabrati, izabran, izabranik, izabrani, biraju, Novoizabrani

εκλέγω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjósa, útvöldu, Verðandi, útvalda

εκλέγω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išrinktasis, išrinktas, išrinkti, išrinktieji, rinkti

εκλέγω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ievēlēt, izredzētie, ievēlētais, izredzētajiem

εκλέγω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
новоизбраниот, избраници, на новоизбраниот, избира, избраните

εκλέγω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ales, aleșii, aleșilor, aleasă, pe aleșii

εκλέγω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volit, Novoizvoljeni, izvoljeni, novoizvoljenim, izvoli, je novoizvoljeni

εκλέγω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zvoliť, vybrať, rozhodnúť, vybra, zvoli
Τυχαίες λέξεις