Άτιμος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άτιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
velhaco, desonesto, knavish, tratante
Άτιμος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτιμος

άσιμος λεξικό, άτιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άτιμος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άτεγκτος στα πορτογαλικά - hirto, teso, rígido, certo, direita, são, intransigente, ...
  • άτεχνος στα πορτογαλικά - afunilar, splay, chanfrado, largo e chato, abrir em esguelha
  • άτολμος στα πορτογαλικά - acanhado, envergonhado, tímido, embaraçado, encabulado
  • άτομο στα πορτογαλικά - persistente, pessoal, indivíduo, átomo, personagem, indiferente, partículas, ...
Τυχαίες λέξεις
Άτιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: velhaco, desonesto, knavish, tratante