Λέξη: ιστορικός

Σχετικές λέξεις: ιστορικός

ιστορικός χάρτης, ιστορικός τέχνης, ιστορικός παναγιώτης στάθης, ιστορικός συμβιβασμός, ιστορικός χρόνος, ιστορικός καπιταλισμός, ιστορικός άτλαντας centennia, ιστορικός ενεστώτας, ιστορικός και πολιτικός της αρχαίας ρώμης, ιστορικός υλισμός

Συνώνυμα: ιστορικός

χιλιοτραγουδισμένος, έχων πατώματα

Μεταφράσεις: ιστορικός

ιστορικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
historical, historic, storied, historian, a historian

ιστορικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
histórico, histórica, históricos, histórico de, historia

ιστορικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschichtlich, historisch, historische, weltgeschichtlich, historischen, historischer

ιστορικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
historique, historiques, histoire, l'historique, historique de

ιστορικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
storico, storica, historical, storici, storiche

ιστορικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
histórico, histórica, históricos, historical, históricas

ιστορικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
historisch, historische, de historische, historical, het historische

ιστορικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исторический, историчный, историческая, историческое, исторические, исторической

ιστορικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
historisk, historiske, historical, det historiske

ιστορικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
historisk, historiska, är historisk, historiskt, som är historisk

ιστορικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
historiallinen, historical, historiallisia, historiallisen, historialliset

ιστορικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
historisk, historiske, historical, det historiske, den historiske

ιστορικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
historický, dějinný, historical, historické, historická, historických

ιστορικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziejowy, historyczny, historyczne, zabytkowy, historycznym, historycznych

ιστορικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
történelmi, historical, történeti, a történelmi, korábbi

ιστορικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tarihsel, tarihi, historical, geçmiş

ιστορικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
історичний, історична, історичну, історичне

ιστορικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
historik, historike, historike e

ιστορικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
исторически, историческа, историческия, историческо, историческата

ιστορικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гістарычная, гістарычны, гістарычнае

ιστορικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ajalooline, ajaloo-, ajaloolise, ajalooliste, ajaloolisi

ιστορικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povijesnog, povijesnoj, povijesna, historijski, povijesni, povijesno, povijesne

ιστορικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sögulegur, söguleg, sögulegar, sögulegt, sögulegu, sögulegum

ιστορικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
istorinis, istorinė, istorijos, istorinės, istorinių

ιστορικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vēsturisks, vēsturiskā, vēsturisko, vēstures, historical

ιστορικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
историски, историско, историските, историска, историскиот

ιστορικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
istoric, istorică, istorice, historical, istorica

ιστορικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zgodovinski, zgodovinske, zgodovinska, zgodovinsko, zgodovinskih

ιστορικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
historický, historické, historickým

Στατιστικά δημοτικότητας: ιστορικός

Τυχαίες λέξεις