Ανανεώσιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανανεώσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renovável, renováveis, renewable
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανανεώσιμος
ανανεώσιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανανεώσιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανανέωση στα πορτογαλικά - renovação, de renovação, a renovação, renovação de, prorrogação
- ανανεώνω στα πορτογαλικά - refrescar, atualização, de atualização, refresh, actualização
- αναπαλαίωση στα πορτογαλικά - restauração, restauro, recuperação, restabelecimento, de restauração
- αναπαράγομαι στα πορτογαλικά - reproduzir, reproduza, reprimenda, Plays, Jogadas, Reproduz, execuções, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανανεώσιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: renovável, renováveis, renewable
Μεταφράσεις: renovável, renováveis, renewable