Λέξη: κάθισμα

Σχετικές λέξεις: κάθισμα

κάθισμα αυτοκινήτου maxi cosi, κάθισμα αυτοκινήτου, κάθισμα τουαλέτας, κάθισμα φαγητού chicco, κάθισμα ποδηλάτου παιδικό, κάθισμα αυτοκινήτου recaro, κάθισμα μπάνιου, κάθισμα πιάνου, κάθισμα μασάζ, κάθισμα φαγητού

Συνώνυμα: κάθισμα

έδρα, θέση, κατοικία, στάβλος, υπεκφυγή, φάτνη, παράπηγμα, συνεδρίαση, κάθιση

Μεταφράσεις: κάθισμα

κάθισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seat, sitting, chair, the seat

κάθισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
localidad, asiento, asentar, sede, sitio, asiento de, silla, de asiento

κάθισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sitz, setzen, amtssitz, hosenboden, arsch, po, boden, platz, gesäß, hintern, einpassen, sitzplatz, Sitz, Platz, Sitzes

κάθισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
selle, établir, lieu, endroit, fauteuil, croupe, banquette, point, postérieur, mandat, placer, derrière, sellette, asseoir, place, fesses, siège, assise, sièges, le siège

κάθισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poltrona, sedere, posto, seggio, sedile, sede, seggiolino, sedia

κάθισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estação, temporada, assento, adubar, sentar, lugar, assentar, banco, cadeira, sede

κάθισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zitvlak, zetel, plaatsen, kont, zetten, plaats, bips, bril, achterste, zitplaats, zitting

κάθισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поселять, рассаживать, местопребывание, уместить, седалище, сидение, лавочка, усаживать, усадить, содержать, всадить, посадить, сиденье, поселить, членство, помещаться, место, сидений, сиденья, места

κάθισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plass, sitteplass, sete, setet

κάθισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
säte, plats, sittplats, sätet

κάθισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahjo, istuin, tuhto, sijoittaa, pesäke, paikka, pesäpaikka, istuimen, penkinlämmittimet, kotipaikka

κάθισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plads, sæde, sædet, hjemsted, sædets

κάθισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mandát, stolička, místo, sedačka, židle, křeslo, rezidence, stolec, posadit, sídlo, sedlo, sedadlo, sedadla

κάθισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usadzać, siedzisko, sadzać, mandat, miejscówka, siedziba, sadowić, miejsce, siedzenie, siodełko, krzesło, ugościć, gniazdo, siedzenia, siedziska

κάθισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
székhely, mandátum, ülés, székhellyel, székhelye, ülést, helyet

κάθισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orun, dip, yer, koltuk, koltuğu, emniyet, seat, oturak

κάθισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уміщувати, поселити, уміщати, розміщатися, садити, сидіння, сидінні, столом, за столом, відпочинок за столом

κάθισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sedile, vend, selia, vendesh, selinë, ulëse

κάθισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сиренце, седалка, седалище, седалката, място, мястото

κάθισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзаду, плошта, сядзенне, сядзенні, задняе сядзенне, сядушка, сядушку

κάθισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iste, koht, asukoht, istme, istmesoojendused

κάθισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sjedište, nalazište, posaditi, mjesto, sjedalo, sjedala, sigurnosnog, sigurnosni

κάθισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sæti, sætið, aðsetur, sæta, sætis

κάθισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vieta, sėdynė, sėdynės, sėdynių, saugos

κάθισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sēdvieta, sēdeklis, sēdekļa, apsildāmie, sēdekli, vieta

κάθισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
место, седиште, седиштето, седишта, места

κάθισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
loc, scaun, scaunului, scaunul, resedinta

κάθισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sedež, sedeža, sedežev, sedežu, sedežem

κάθισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kreslo, mesto, sídlo, sedadlo, miesto, namiesto, miesta

Στατιστικά δημοτικότητας: κάθισμα

Τυχαίες λέξεις