Λέξη: διεύθυνση

Σχετικές λέξεις: διεύθυνση

διεύθυνση κρατικών λαχείων, διεύθυνση ιστορίας στρατού, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης β αθήνας, διεύθυνση αλλοδαπών και μετανάστευσης, διεύθυνση μεταφορών και επικοινωνιών, διεύθυνση πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δυτικής θεσσαλονίκης, διεύθυνση πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, διεύθυνση πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης β αθήνας, διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ανατολικής θεσσαλονίκης, διεύθυνση δευτεροβάθμιας, διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διευθυνση, περιφερειακή διεύθυνση, περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης, διεύθυνση ανατολικής θεσσαλονίκης, διεύθυνση ανατολικής αττικής, α διεύθυνση αθήνας, διευθυνση πρωτοβαθμιας, υπουργείο παιδείας διεύθυνση

Συνώνυμα: διεύθυνση

προσφώνηση, κατεύθυνση, σκηνοθεσία, διαχείριση, χειρισμός, κουμάντο

Μεταφράσεις: διεύθυνση

διεύθυνση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
faculty, address, direction, management, address of, address is

διεύθυνση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dirigirse, habla, dirección, facultad, sobre, discurso, seña, señas, dirección de, la dirección, direcciones, de direcciones

διεύθυνση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begabung, rede, adresse, gewandtheit, lehrkörper, fachbereich, adressieren, anrede, ansprache, ansprechen, vermögen, sprache, fakultät, fähigkeit, anschrift, Anschrift, Adresse, Adress

διεύθυνση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adresse, adressez, suscription, agilité, aptitude, qualification, titrer, allocution, retourner, adressent, subtilité, capacité, discours, m'adresse, dextérité, faculté, l'adresse, adresses, adresse de

διεύθυνση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orazione, arringa, indirizzare, recapito, indirizzo, discorso, facoltà, indirizzo di, l'indirizzo, indirizzi, all'indirizzo

διεύθυνση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
faculdade, discursos, endereço, destino, conferência, discurso, sobrescrito, fala, fábrica, endereço de, endereços, de endereços, endereço do

διεύθυνση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vermogen, redevoering, faculteit, speech, adresseren, toespraak, adres, oratie, rede, spreken, mailadres, het adres

διεύθυνση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дар, выступление, направлять, ловкость, речь, способность, право, надпись, обратиться, устремить, заговаривать, обращаться, устремлять, такт, направить, адрес, также адрес, адреса, адресов

διεύθυνση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
evne, adresse, fakultet, dyktighet, tale, tiltale, adressen

διεύθυνση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föredrag, skicklighet, fakultet, adressera, förmåga, utanskrift, tal, adress, rikta, adressen, postadress

διεύθυνση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tiedekunta, kirjelmä, hengenlahja, osoite, onnittelukirje, henkilökunta, osoitekirjaasi, osoitteen, kaupungin

διεύθυνση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
adresse, adressen

διεύθυνση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obrátit, způsobilost, fakulta, adresovat, adresa, titulovat, promluvit, projev, proslov, obratnost, oslovit, nadání, schopnost, adresu, adresy, adres

διεύθυνση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwiać, zajmowanie, fakultet, adresowanie, zajęcie, odezwa, zwracać, sprawność, zaadresować, skierować, poruszenie, zająć, zdolność, dar, uzdolnienie, adres, adresu, adres jest, adresem, adresów

διεύθυνση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tantestület, cím, címe, címet, címét, címre

διεύθυνση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hitabe, nutuk, konuşma, fakülte, yetenek, adres, adresi, adresinizin, adresini, adresiniz

διεύθυνση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дар, дарунок, звертатися, направляти, адреса, факультет, здатність, влада, спрямувати, владу, адресу, Звідки, Звідки Ви, адрес

διεύθυνση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fakultet, adresë, adresën, adresa, adresën e, adresa e

διεύθυνση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
адрес, адреса, с адрес, адресът, адрес на

διεύθυνση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адрас

διεύθυνση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teaduskond, vastulitsutud, suunama, pöördumine, õpetajaskond, pöörduma, võime, aadress, aadressi, aadressil, aadressile

διεύθυνση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smušen, talent, budalast, fakultetu, sposobnost, smeten, fakultet, adresa, adresu, adrese

διεύθυνση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ávarpa, heimilisfang, ávarp, deild, netfang

διεύθυνση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
oratio

διεύθυνση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
adresas, fakultetas, adresą, adreso

διεύθυνση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzruna, fakultāte, adrese, adresi, adreses

διεύθυνση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
адреса, адресата

διεύθυνση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adresă, facultate, discurs, adresa, adresă de, adresa de, adrese

διεύθυνση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naslov, naslova

διεύθυνση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
adresa, fakulta, adresu, adresy

Στατιστικά δημοτικότητας: διεύθυνση

Τυχαίες λέξεις